-
1 вязальный
вязальн||ыйприл τοῦ πλεξίματος:\вязальныйая спица ἡ βελόνα τοῦ πλεξίματος· \вязальный крючок ἡ ἀγκολοβελόνα, τό κροσέ· \вязальныйая машина ἡ πλεκτική μηχανή. -
2 вязальный
επ.πλεκτικός του πλεξίματος•-ая спица πλεκτική βελόνα•
-ая машина η πλεκτομηχανή.
-
3 крючок
το άγκιστρ/ο, ο γάντζος, το αγκίστριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крючок